προδωμάτιον

προδωμάτιον
τὸ, ΜΑ
1. ο προθάλαμος
2. (κατά τον Ησύχ.) «προδωμάτιον
τὸ πρὸ τοῡ κοιτῶνος στοΐδιον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + δωμάτιον «θάλαμος, κοιτώνας»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προδωμάτιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”